ικανάτα

ικανάτα
ἱκανάτα, τὰ (Μ)
εκλεκτό σώμα τής ανακτορικής φρουράς τού Βυζαντίου από επίλεκτους άνδρες, με επικεφαλής άρχοντες τής απόλυτης εμπιστοσύνης τού αυτοκράτορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκανός + κατάλ. -άτα (< λατ. -ata ουδ. πληθ. τής -atus)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ικανάτοι — ἱκανάτοι, οἱ (Μ) ικανάτα* …   Dictionary of Greek

  • ικανός — ή, ό (ΑΜ ικανός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την επιδεξιότητα να κάνει κάτι, επιδέξιος 2. αυτός που έχει τη δύναμη να κάνει κάτι 3. (για πράγματα, καταστάσεις ή χρόνο) επαρκής, πολύς, ικανοποιητικός («έκτοτε διέρρευσε ικανός χρόνος») 4. (με κακή σημ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”